περιδονώ

περιδονώ
-έω, ΜΑ
παθ. περιδονοῡμαι
περιστρέφομαι («νησίδα ἐν τῇ λίμνῃ περιδονουμένην», Διον. Αλ.)
αρχ.
τραντάζομαι, συγκλονίζομαι από παντού («τεῑχος τῆς πίστεως τοῑς μηχανήμασι τῆς αἱρέσεως περιδονούμενον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + δονῶ «σείω, ταράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιδόνησις — ήσεως, ἡ, Α [περιδονώ] περιστροφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”